- πολυσουλφόνες
- οι, Ν(χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, θερμοπλαστικών πολυμερών, με ικανοποιητικές μηχανικές ιδιότητες, όπως συνεκτικότητα, δυσκαμψία κ.ά., που επιδέχονται περαιτέρω βελτίωση με προσθήκη πληρωτικών υλικών, υαλοβάμβακα ή αιθάλης και αντέχουν υπό συνεχή χρήση σε θερμοκρασίες μεταξύ 70° και 180°C.
Dictionary of Greek. 2013.